πατρολέτωρ

πατρολέτωρ
-ορος, ὁ, Α
ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ολέτωρ (< θ. ολε- τού ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλε-θρος), πρβλ. παιδ-ολέτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατρολέτωρ — parricide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • πατρολοός — ὁ, Α πατρολέτωρ*, πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ὀλοὸς (Ι) «θανατηφόρος, καταστρεπτικός» (< ὄλλυμι)] …   Dictionary of Greek

  • πατρολύμας — ὁ, Α πατρολέτωρ*, πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + λύμας (< λύμη «κακοποίηση, βλάβη, φθορά»), πρβλ. μουσοπαλαιο λύμας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”